πολυγράμματος

πολυγράμματος
πολῠ-γράμμᾰτος, ον,
A marked with many letters, = στιγματίας, Ar.Fr.64, cf. Duris66J.
2 of words, composed of many letters, Phld.Po.Herc.994.32, al.
II of great knowledge, very learned, Plu.2.1121f: [comp] Comp., Philostr.VS2.27.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολυγράμματος — η, ο / πολυγράμματος, ον, ΝΜΑ (για λέξη) αυτός που αποτελείται από πολλά γράμματα αρχ. 1. αυτός που είναι σημαδεμένος με πολλά γράμματα, ο στιγματίας 2. αυτός που γνωρίζει πολλά γράμματα, μορφωμένος, πολυμαθής («πολυγράμματος καὶ μεμουσωμένος»,… …   Dictionary of Greek

  • πολυγράμματος — πολύγραμμα neut gen sg πολυγράμματος marked with many letters masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγράμματος — η, ο αυτός που αποτελείται από πολλά γράμματα: Υπάρχουν πολυγράμματα αλφάβητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυγραμματώτερον — πολυγράμματος marked with many letters masc acc comp sg πολυγράμματος marked with many letters neut nom/voc/acc comp sg πολυγράμματος marked with many letters adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγράμματον — πολυγράμματος marked with many letters masc/fem acc sg πολυγράμματος marked with many letters neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγραμμάτους — πολυγράμματος marked with many letters masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγράμματοι — πολυγράμματος marked with many letters masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουσώ — (I) μουσῶ, όω (ΑΜ) [μούσα (Ι)] 1. παθ. μουσοῡμαι, όομαι λαμβάνω καλλιτεχνική μόρφωση («ὑπόληψιν ἐμποιεῑν καὶ δόξαν ἀνθρώποις ἀγραμμάτοις, πολυγράμματος αὐτὸς ὢν καὶ μεμουσωμένος», Πλούτ.) αρχ. 1. δίνω μουσικότητα σε κάτι 2. παθ. α) αρμόζομαι για… …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”